-
1 διατειχιζω
(fut. διατειχιῶ)1) перегораживать стеной(τὸν Ἰσθμόν Isocr., Plut.)
2) отделять стеной(τέν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Polyb.)
3) разделять, разобщать(ἥ ῥὴς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen.; διατετείχισται ἥ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.)
-
2 διατειχίζω
A cut off and fortify by a wall, Ar.Eq. 818;τὸν Ἰσθμόν Lys.2.44
;τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Plb.8.32.2
.2 divide as by a wall,ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα X.Smp.5.6
: metaph., keep apart,φῶς καὶ σκότος Ph.1.632
, al.; διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον is separated from it, Luc.Hist.Conscr.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατειχίζω
См. также в других словарях:
διατειχίζω — (AM διατειχίζω) αποχωρίζω και οχυρώνω έναν τόπο με τείχος αρχ. 1. διαχωρίζω («ἡ ὑψηλὴ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα) 2. παθ. διαχωρίζομαι, ξεχωρίζω σαφώς («διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον», Λουκ.) … Dictionary of Greek